χρηέομαι

χρηέομαι
χρηέομαι, in some dialects,
A = χρῶμαι, v. χράω (B) C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρηέομαι — Α ιων. τ. βλ. χρῶ (II) …   Dictionary of Greek

  • χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …   Dictionary of Greek

  • χρώμαι — άομαι, και χρηέομαι και δωρ. τ. χρέομαι, Α βλ. χρῶ (II) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”